- μορφή
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου.
* * *η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά)1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η ψυχή» — λέγεται για να δηλώσει ότι η εξωτερική εμφάνιση τού ανθρώπου αντικατοπτρίζει τον ψυχικό του κόσμοβ. «δες μορφή και δες ψυχή» γ. «αποκρουστική μορφή»)2. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, η εμφάνιση, το εξωτερικό, το σχήμα, η φόρμα3. είδος, γένος, ποικιλία («πολλαί γε πολλοῑς εἰσι συμφοραὶ βροτοῑς, μορφαὶ δὲ διαφέρουσιν», Ευρ.)4. (φιλοσ.) (στη μεταφυσική) η «ἐνεργείᾳ», καθοριστική αρχή τών πραγμάτων, όπως αυτή διακρίνεται από την ύλη, την «δυνάμει» αρχήνεοελλ.1. (για δημιουργήματα τού λόγου και τής τέχνης) η εξωτερική υφή, σε αντιδιαστολή προς το εσωτερικό, εννοιολογικό περιεχόμενο, ο τρόπος έκφρασης, το ύφος2. (καλ. τέχν.) η εκφραστική πλαστική δομή τού έργου τέχνης3. μτφ. α) τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού («οι διάφορες μορφές τών πολιτευμάτων»)β) φάση εξέλιξης ενός όντος, μιας κατάστασης ή ενέργειας (α. «οι μορφές ανάπτυξης τού εμβρύου» β. «η απεργιακή κινητοποίηση πήρε ανησυχητική μορφή»)4. μαθημ. μαθηματική έκφραση ορισμένου τύπου5. φρ. α) «ατελής μορφή»(μυκητ.) το στάδιο τού βιολογικού κύκλου ενὸς μύκητα κατά το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται αγενώςβ) «τέλεια μορφή»(μυκητ.) το στάδιο τού βιολογικού κύκλου ενός μύκητα κατά το οποίο αυτός πολλαπλασιάζεται εγγενώςγ) «ψυχολογία τής μορφής» — σχολή τής ψυχολογίας τού 20ού αιώνα που έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη μελέτη τής αντίληψηςαρχ.1. το ωραίο σχήμα, η ωραιότητα τής μορφής2. το σωματικό κάλλος, η ομορφιά3. χρώμα προσώπου4. η φαινομενική μορφή, σε αντίθεση με το είδος, με την αληθινή μορφή («ἀλλάτοντα τὸ εἶδος αὑτοῡ εἰς πολλάς μορφάς», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορφή εμφανίζει πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα μιας ρίζας μερφ- η οποία μαρτυρείται μόνο στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ἀμερφέςαἰσχρόν». Η ύπαρξη ενός αμάρτυρου ουδ. *μέρφος που θα αντιστοιχούσε με τη μορφή (πρβλ. γένος: γονή) και ενός ρήματος *μέρφω παραμένει υποθετική. Η λ. ανάγεται πιθ. στην παρεκτεταμένη μορφή *mer-gwh- τής ΙΕ ρίζας *mer- «αστράφτω, λάμπω» και συνδέεται πιθ. με μόρφνος*. Το λατ. fōrma πρέπει να είναι δάνειο από την Ελληνική, με ετρουσκική επίδραση, παρά τα προβλήματα που γεννά το μακρό -ō- τής Λατινικής. Στην αρχ. Ελληνική η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ωραιότητα, σωματικό κάλλος, ως συνώνυμο τών χάρις, κάλλος αλλά με σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα εἶδος, φυή. Στη Νεοελληνική η λ. μορφή έλαβε τη σημ. τής εξωτερικής υφής, του τύπου ενός πράγματος και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην επιστημονική ορολογία, ενώ, για να δηλώσει το σωματικό κάλλος, επικράτησε η λ. ομορφιά*. Με τη λ. μορφή ως α' συνθετικό σχηματίστηκαν πολλοί ξεν. επιστημονικοί όροι (πρβλ. μορφολογία, μορφογένεση, μορφομετρικός), οι οποίοι εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνειοι.ΠΑΡ. μορφάζω, Μορφεύς(-έας), μορφώνω (-όω / -άω)αρχ.μορφήεις, μορφύνω, Μορφώ, μόρφωνμσν.- νεοελλ.μορφίζωνεοελλ.μόρφημα, μορφικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μορφοειδής, μορφοεμφέρεια, μορφόλυκος, μορφοφανής, μορφόχρουςαρχ.-μσν.μορφοσκόποςμσν.μορφοποιόςνεοελλ.μορφάλλαξη, μορφογένεση, μορφολογία, μορφομετρικός, μορφοποίηση, μορφοτροπέας, μορφοτροπία, μορφοφοβία, μορφοφωνηματική, μορφοφωνολογία. (Β' συνθετικό) αγλαόμορφος, αγριόμορφος, αετόμορφος, αλληλόμορφος, αλλόμορφος, αλογόμορφος, άμορφος, ανθρωπόμορφος, αυτόμορφος, γυναικόμορφος, δίμορφος, δύσμορφος, έμμορφος, ετερόμορφος, εύμορφος, ζωόμορφος, ηλιόμορφος, θεόμορφος, θηριόμορφος, ιδιόμορφος, κακόμορφος, καλλίμορφος, καλόμορφος, κριόμορφος, λεοντόμορφος, λυκόμορφος, μυριόμορφος, ομοιόμορφος, πεντάμορφος, πιθηκόμορφος, πολύμορφος, τερατόμορφος, τρίμορφος, χαριτόμορφοςαρχ.αιολόμορφος, αλλοιόμορφος, ανδρόμορφος, αντίμορφος, αξιόμορφος, απόμορφος, αρκτόμορφος, αρσενόμορφος, γυπόμορφος, διάμορφος, δίμορφος, δρακοντόμορφος, δωδεκάμορφος, ειδωλόμορφος, εικονόμορφος, ειλικόμορφος, εννεάμορφος, εσπερόμορφος, ηερόμορφος, θεατρόμορφος, θηλύμορφος, ιερακόμορφος, ιππόμορφος, κωνόμορφος, κνωπόμορφος, κυνόμορφος, λυκαινόμορφος, ορνεόμορφος, πάμμορφος, πανεύμορφος, παντεύμορφος, σύμμορφος, σφαιρόμορφος, ταυρεόμορφος, τετράμορφος, υγρόμορφος, χλοόμορφοςνεοελλ.αγγελόμορφος, αερόμορφος, αιθερόμορφος, αιλουρόμορφος, ακτινόμορφος, αμπελόμορφος, ανομοιόμορφος, απαισιόμορφος, απειρόμορφος, αστερόμορφος, βαλανόμορφος, γραόμορφος, δακρυόμορφος, διπλόμορφος, έμμορφος, εναντιόμορφος, ερπετόμορφος, ερυθρόμορφος, ζυγόμορφος, θυσανόμορφος, ιχθυόμορφος, κορακόμορφος, κτηνόμορφος, λειχηνόμορφος, λωτόμορφος, μελανόμορφος, ξενόμορφος, ολόμορφος, όμορφος, οστεόμορφος, οφιόμορφος, πανέμμορφος, παπυρόμορφος, πλειόμορφος, πυργόμορφος, ριζόμορφος, φοινικόμορφος.]
Dictionary of Greek. 2013.